18/4/15

79. ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΞΟΥΣΙΑ, 2004

ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟ 2004
      Η σημαντικότερη συζήτηση για την επιστήμη και την αλήθεια, το 2004, έγινε με αφορμή μια δήλωση του Στέφεν Χόκινγκ και ένα δοξαστικό άρθρο του Ουμπέρτο Έκο υπέρ του Χόκινγκ και κατά του φονταμενταλισμού. Δεκάδες σχετικά άρθρα γράφτηκαν στον διεθνή τύπο. Ο Χόκινγκ, ο σπουδαιότερος εν ζωή φυσικός του κόσμου, ανακοίνωσε, από το αναπηρικό καροτσάκι του και με τον ειδικό τρόπο ηλεκτρονικής επικοινωνίας που χρησιμοποιεί, κάτι εντυπωσιακό και μάλλον ασυνήθιστο. Κάτι που θα μπορούσε να κλονίσει το ίδιο του το επιστημονικό κύρος. Ή – κατά τους πιο σώφρονες – να αυξήσει το επιστημονικό του κύρος! Ενώπιον συναδέλφων του φυσικών σε ένα συνέδριο, δήλωσε ούτε λίγο ούτε πολύ πως η γνωστή θεωρία του για τις μαύρες τρύπες περιέχει κάμποσα λάθη και θέλει διόρθωση. Έκανε μάλιστα και τις σχετικές υποδείξεις για την απαιτούμενη διόρθωση.
      Ο Ουμπέρτο Έκο, αμέσως μετά, έγραψε στη Γκάρντιαν ένα άρθρο για τη σχέση επιστήμης, δογματικού φονταμενταλισμού και αλήθειας.[1] Η επιστήμη, με το φωτεινό παράδειγμα αυτό του Χόκινγκ, λέει ο Έκο, παραδέχεται τα λάθη της και αναθεωρεί διαρκώς τις θεωρίες που μέχρι χθες φαίνονταν ακλόνητες. Η επιστήμη προχωρά, εκτιμώντας τα λάθη και τις αποτυχίες της ακριβώς όπως εκτιμά και τις επιτυχίες της. Ένα πείραμα που διαψεύδει μια επιστημονική θεωρία είναι το ίδιο σοβαρό και καλοδεχούμενο όπως και ένα πείραμα που επιβεβαιώνει μια επιστημονική θεωρία. Αντιθέτως, ο φονταμενταλισμός – και για αυτό ακριβώς είναι φονταμενταλισμός – δεν αναγνωρίζει ποτέ τα λάθη του, ακόμη και αν χίλια πειράματα τον διαψεύδουν. Φονταμενταλισμός είναι το να αρνείσαι πεισματικά να αναγνωρίσεις τα λάθη σου, ακόμη και αν οι θεωρίες και δοξασίες σου έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο και απόγνωση εκατομμύρια ανθρώπους. Έχουμε, λοιπόν, κατά τον Έκο, από τη μια πλευρά μια αλήθεια της επιστήμης που δεν πιστεύει ότι είναι και τόσο αλήθεια, αφού αύριο μπορεί κάλλιστα να διαψευσθεί, και από την άλλη μεριά μια αλήθεια του δογματικού φονταμενταλισμού, που πιστεύει ακράδαντα στην αλήθεια της ‘αλήθειας’ του και είναι ικανός να κάνει ακόμη και πόλεμο και να διαπράξει βιαιότητες στο όνομα της ‘αλήθειας’ αυτής.
      Ο Έκο πιστεύει ότι η επιστήμη είναι πάντα καλή, επειδή είναι μετριοπαθής. Η επιστήμη χρησιμοποιεί το κριτήριο που ο Πόπερ, ο μεγάλος φιλόσοφος και επιστημολόγος του 20ου αιώνα, ονόμασε ‘κριτήριο της διαψευσιμότητας’ της επιστημονικής αλήθειας. Η αρχή της διαψευσιμότητας δεν επιτρέπει στην επιστήμη να πάρει απόλυτες και δογματικές θέσεις ως προς το ερώτημα της αλήθειας. Σύμφωνα με τον Πόπερ, η επιστημονική αλήθεια, ακριβώς για να είναι επιστημονική αλήθεια, πρέπει να συμπεριλαμβάνει την θεωρητική δυνατότητα της μελλοντικής της διάψευσης. Πρέπει η επιστήμη να ακολουθεί την μέθοδο της δοκιμής και του λάθους (trial and error method). Λέει ο Πόπερ, χαρακτηριστικά: «Πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα περί μιας έσχατης πηγής αλήθειας και να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι όλη η γνώση είναι ανθρώπινη και αναμεμιγμένη με τα λάθη μας, τις προκαταλήψεις μας, τα όνειρά μας και τις ελπίδες μας. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ψηλαφούμε την αλήθεια ακόμη κι αν ξέρουμε ότι αυτή μας πάντα θα μας ξεπερνάει. Η ψηλάφηση της αλήθειας συχνά μας εμπνέει, αλλά πάντα πρέπει να προσέχουμε μήπως κυριαρχηθούμε από την ιδέα ότι αυτή η έμπνευση είναι φορέας οποιασδήποτε εξουσίας, θεϊκής ή άλλης.»[2]
Ο Χόκινγκ, προφανώς μη καταληφθείς από κανένα αίσθημα μεγαλείου, έκανε ό,τι περιέγραψε ο Πόπερ ως πραγματική επιστήμη.
      Η άποψή μου γι αυτό το ευτυχές περιστατικό, με ήρωα ένα πρωταθλητή ευφυΐας και τιμιότητας, τον Χόκινγκ, όπως και η άποψή μου για την επιστήμη που διαψεύδεται και προχωράει μπροστά μέσα από τις διαψεύσεις και αναθεωρήσεις της, είναι λίγο πιο επιφυλακτική. Βεβαίως, το παράδειγμα του Χόκινγκ είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα προς μίμηση, που πρέπει να διδάσκεται, από εδώ και μπρος, σε όλα τα δημοτικά , γυμνάσια, λύκεια και πανεπιστήμια όλων των χωρών, ως ένας άλλος όρκος του Ιπποκράτη – ως δηλαδή ο κώδικας δεοντολογίας ενός επιστήμονα. Η επιστημοσύνη του Χώκινγκ πάει χέρι-χέρι με την αρχή της διαψευσιμότητας της επιστημονικής αλήθειας, κι αυτό είναι εξαιρετικά καλός οιωνός. Όμως, αυτό δεν μπορεί να μας κάνει να παραβλέψουμε αμέτρητα παραδείγματα επιστημόνων που συμπεριφέρονται εντελώς διαφορετικά από τον Χόκινγκ και που παρ’ όλα αυτά διατηρούν την ιδιότητα του επιστήμονα. Αυτούς τους επιστήμονες δεν μπορεί κανείς να τους αποκλείσει από την κοινότητα των επιστημόνων χωρίς να διαπράξει σφάλμα λογικής. Δεν μπορεί, δηλαδή, κάποιος να ισχυρισθεί ότι ένας επιστήμονας που επιμένει σε μια διαψευδόμενη θεωρία δεν είναι επιστήμονας. Και γι αυτό υπάρχουν άπειρα ιστορικά παραδείγματα επιστημόνων που αρνήθηκαν να συμφιλιωθούν ακόμη και με τις δικές τους ανακαλύψεις, μένοντας πιστοί σε παλιές θεωρίες. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αϊνστάιν αρνήθηκε να δεχθεί τις δικές τους ανακαλύψεις στην κβαντοφυσική.
      Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, η επιστήμη, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι οι ίδιοι οι επιστήμονες και όχι κάποια αφηρημένη διαδικασία έρευνας. Η έννοια της επιστήμης δεν υποδηλώνει πια τόσο κάποια επιστημονική αλήθεια (απόλυτη ή σχετική) όσο υποδηλώνει την ίδια την κοινότητα των επιστημόνων με την δομή της, τις σχέσεις της, τις προκαταλήψεις και ελπίδες της, τις ελπίδες και τους φόβους της, τις δουλείες και τις επαναστάσεις της. Αυτή ήταν ουσιαστικά η απάντηση τόσο του Κουν όσο και του Λάκατος στον Πόπερ. Η αλήθεια, κατά τον Λάκατος, είναι ό,τι η επιστημονική κοινότητα δέχεται ως αλήθεια.[3] Η αλήθεια, κατά τον Κουν, έχει να κάνει περισσότερο με την παιδαγωγική και την κοινωνιολογία της επιστημονικής κοινότητας:
«Οι σπουδαστές μιας επιστήμης αποδέχονται τις διάφορες επιστημονικές θεωρίες όχι εξ αιτίας των στοιχείων, που τους παρατίθενται κατά την διδασκαλία, αλλά, αντίθετα, εξ αιτίας της αυθεντίας του καθηγητή και του επιστημονικού εγχειριδίου.»[4] Τόσο δε ο Κουν όσο και ο Λάκατος υπενθύμισαν στον Πόπερ ότι πολλές φορές η επιστήμη προχώρησε μπροστά βασιζόμενη στην ίδια λανθασμένη θεωρία, παρά το ότι παρουσιάζονταν αρκετές ανωμαλίες τις οποίες αδυνατούσαν να εξηγήσουν οι επιστήμονες.[5]
      Μια τόσο σχετικιστική αρχή περί της αλήθειας, όσο αυτή του Κουν και του Λάκατος, μας βάζει σε μπελάδες, μας επιτρέπει, όμως, να δούμε με μια πιο κριτική ματιά την πραγματικότητα και να την κρίνουμε με ακόμη πιο ανοιχτό μυαλό. Αν η αλήθεια είναι υπόθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των επιστημόνων, όπως λέει ο Λάκατος, τότε μπορούμε κάλλιστα να περιμένουμε το ενδεχόμενο η έσχατη μειοψηφία να καταστεί κάποτε πλειοψηφία. Αυτό μας κάνει ακόμη πιο μετριοπαθείς. Είμαστε ψυχολογικά έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα ανατροπής σημερινών βεβαιοτήτων. Μας θέτει, όμως, ταυτόχρονα, υπ’ όψιν ότι η επιστημονική κοινότητα, ως σύνολο, θα μπορούσε να μπει, για μικρό ή μεγάλο διάστημα, ακόμη και στην υπηρεσία άνομων σκοπών – πράγμα που στην ιστορία συνέβη κάμποσες φορές. Κι αυτό μας κάνει πολιτικά οξυδερκέστερους. Δεν είναι μη-επιστήμη η υπηρέτηση άνομων σκοπών. Άρα η επιστήμη, από μόνη της, δεν μας λύνει το πρόβλημα των άνομων σκοπών, και αλλού πρέπει να ψάξουμε για την λύση. Πολύ φοβάμαι, δηλαδή, ότι με τέτοιες υπεραισιόδοξες για την ανθρώπινη φύση θεωρίες, θα μας διαφύγει το όχι πολύ υποθετικό σενάριο μια επιστήμης που θα αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας αυταρχικής κοινωνίας και όπου η διαψευσιμότητα θα προσλαμβάνει ένα στεγνό τεχνοκρατικό χαρακτήρα.
      Σπεύδει ο Έκο στο άρθρο του να διακρίνει την ‘καλή’ επιστήμη από την ‘κακή’ τεχνολογία. Αυτό που είναι κακό στον κόσμο, μας λέει στο ίδιο άρθρο του, δεν είναι η επιστήμη, που προχωράει κατά τον τρόπο που έδειξε ο καλός Χόκινγκ, αλλά η τεχνολογία, που κάνει μερικές φορές κακή εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης. Τα πράγματα, όμως, κατά την γνώμη μου, δεν είναι ακριβώς έτσι. Και ο ναζί θεράπων της ιατρικής, Μέγκελε, καθαρή έρευνα και καθαρή επιστήμη έκανε (επί των θυμάτων του), πριν κάνει τεχνολογία. Ποιος μπορεί να αρνηθεί στον Μέγκελε να εκφέρει επιστημονική άποψη πειστική, η οποία θα μπορεί μάλιστα να ανατρέψει την κρατούσα επιστημονική άποψη, εφ’ όσον αυτός, έναντι των συναδέλφων του, θα έχει το φρικτό ‘προνόμιο’ να κάνει και πειράματα επί ζωντανών ανθρώπων, στο αυταρχικό πλαίσιο που αυτός θεραπεύει την επιστήμη του. Και, επιπλέον, ένας τέτοιος επιστήμων θα μπορούσε να εφαρμόζει και το κριτήριο της διαψευσιμότητας – ίσως μετά από δέκα χιλιάδες μοιραία και φριχτά πειράματα επί ανρώπων.
      Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να διακινδυνεύσουμε να φτάσουμε στο όριο της παραδοξολογίας. Δεν τη χρειαζόμαστε τέτοια επιστήμη! Προσφέρει, εκτός από γνώση, και θλίψη απέραντη. Τα πειράματα επί ανθρώπων-πειραματόζωων απαγορεύονται, ακόμη και αν για κάποιους επιστήμονες και για κάποιες επιστήμες μπορεί να φανούν χρήσιμα. Κάποιοι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των ζώων και της ζωής ζητούν να απαγορευθεί στους επιστήμονες το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ακόμη και ζώα-πειραματόζωα. Και είμαι μαζί τους. Τι είναι αυτό το τόσο σπουδαίο που θα κερδίσουμε από την αγωνία του αιμορραγούντος συγγενούς μας χιμπατζή, λένε;[6] Ας είμαστε, λοιπόν, πιο προσεκτικοί, όταν βάζουμε την επιστήμη, ως μια δήθεν αφηρημένη κατηγορία, απέναντι στον δογματικό φονταμενταλισμό. Η επιστήμη δεν υπήρξε ποτέ καθαρή και έξω από την κοινωνία, όσο και αν πολλοί επιστήμονες είναι στον καθημέραν βίον τους απόκοσμοι. Και, βεβαίως, ας είμαστε αυστηροί με όλους εκείνους που στο όνομα της επιστημονικής γνώσης, που μόνον αυτοί διαθέτουν, τσαλαπατούν τους μη κατέχοντες τη γνώση των γνωριζόντων. Το παράδειγμα του Χόκινγκ μπορεί να είναι φωτεινό, αλλά υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά της επιστήμης, που δεν αφορά καθόλου τον Χόκινγκ, αλλά άλλους σκοτεινούς επιστήμονες που μετέχουν σε άλλα, σκοτεινά, ερευνητικά προγράμματα. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί με λογικά επιχειρήματα ότι η σκοτεινή πλευρά της επιστήμης, δηλαδή η σκοτεινή πλευρά της επιστημονικής κοινότητας, δεν είναι και αυτή εξ ίσου επιστήμη. Είναι και παραείναι. 
      Εκτός από το να προβάλλουμε το όντως θετικό παράδειγμα του Χόκινγκ, καλό είναι να προβάλουμε και το αρνητικό παράδειγμα της άλλης επιστήμης, της σκοτεινής επιστήμης, που στο όνομα της αφηρημένης επιστήμης και γεμάτη υπεροψία δηλώνει έτοιμη να προχωρήσει σε γενετικές μεταλλάξεις που δεν θα μπορέσει αργότερα να ελέγξει. Εκείνο που κάποιος πρέπει να προσέξει είναι το ότι σήμερα αυτό το ιερατείο της πιο κρίσιμης γνώσης είναι πολλές φορές κρυμμένο πίσω από ψηλούς φράχτες και χρησιμοποιεί εναντίον κάθε διαφορετικής άποψης τα πιο περίτεχνα επιχειρήματα.
      Ιερατείο, όπως ξέρουμε, είναι εκείνη η κάστα ανθρώπων με την ειδική κάρτα εισόδου στην πιο αυστηρά φυλασσόμενη γνώση του κόσμου. Κανείς άλλος, πλην των μελών της κάστας αυτής, δεν επιτρέπεται να διαβεί την πόρτα τούτη. Η μόρφωση της προνομιούχας κάστας είναι μια ειδική μόρφωση όχι για τη θεραπεία του πόνου αλλά για την πρόκληση του πόνου. Αυστηρό το προνόμιο των ολίγων, όπως αυστηρό είναι και το προνόμιο της εξουσίας της μεγάλης. Είναι οι κατ’ ευθείαν ερχόμενοι σε επαφή με την αλήθεια  – όχι την οποιαδήποτε αλήθεια, ιατρική ή άλλη, αλλά την αλήθεια την οποία οι ίδιοι κατασκευάζουν στο εσωτερικό του ιερατείου, για να την προβάλλουν κατόπιν ως μοναδικό όρο επιβίωσης, ως μοναδικό σύστημα σκέψης.
      Το κοσμικό ιερατείο είναι αυτό που απομάκρυνε το θρησκευτικό ιερατείο από το θρόνο μιας μακραίωνης εξουσίας, για να στογγυλοκαθίσει, όμως, αμέσως μετά, στον ίδιο αυτό θρόνο, με την ίδια οίηση και αλαζονεία. Πάντα για να διοικηθεί ουρανός, κόσμος και υπόκοσμος χρειάζεται ένα κλειστό σύστημα παραγωγής αλήθειας και αποκλειστικής διαχείρισής της αλήθειας αυτής. Το να ανοίξεις αυτό το σύστημα είναι κάτι σαν το μυστικό της φωτιάς. Και παραμένει έτσι, παρά τις τόσες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος τους τελευταίους αιώνες.
      Η διαψευσιμότητα του Πόπερ, του Έκο και του Χόκινγκ δεν είναι ούτε όρος αποκλειστικός της επιστήμης, αφού επιστήμη μπορεί να υπάρχει και χωρίς την διαψευσιμότητα επί μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως έδειξε ο Κουν, ούτε καν όρος της ‘καλής’ επιστήμης αφού επιστήμη με διαψευσιμότητα μπορεί να είναι και η κακή επιστήμη του Μένγκελε, που θα ανακαλύψει μετά από δέκα χιλιάδες φόνους ότι η θεωρία του διαψεύδεται και θα την αναθεωρήσει προθύμως. Το αντίπαλο δέος στον φονταμενταλισμό δεν μπορεί να προέλθει από την επιστήμη, ‘διαψεύσιμη’ ή μη ‘διαψεύσιμη’, αλλά μπορεί να προέλθει από εκείνη την παλιά, καλή πολιτική συνήθεια της ανθρωπότητας να επαναστατεί πού και πού απέναντι στην κάθε εξουσία που, εν ονόματι της οποιασδήποτε αλήθειας, τείνει να παγιωθεί στο σβέρκο με τις ίδιες βίαιες και απαξιωτικές μεθόδους του φονταμενταλισμού.
      Σήμερα, εκτός από τον ορατό κίνδυνο του φονταμενταλισμού, υπάρχει και ο αόρατος κίνδυνος μιας ‘ελεύθερης’ επιστήμης εν μέσω μιας ανελεύθερης κοινωνίας. Στην παλιά επιστημολογική συζήτηση ανάμεσα στον Πόπερ και τον Κουν, ο Πόπερ φαντάζει πιο ‘ελεύθερος’. Αποκρύπτοντας, όμως, την βαθιά κοινωνιολογία της επιστήμης, ο Πόπερ είναι τελικά πλάνος.
Ενημέρωση 26/12/2004 


[1] Eco 2004.
[2] Popper 1996/1963, σ.30. Με βάση αυτή την αντίληψη περί αλήθειας, ο Πόπερ θεωρούσε τον μαρξισμό ως αντι-επιστημονικό. Πουθενά ο μαρξισμός δεν προβλέπει το ενδεχόμενο της διάψευσής του. Popper 1950/1944. Βεβαίως, πρέπει παρατηρήσουμε, ό,τι ισχύει για τον μαρξισμό, δεν ισχύει απαραιτήτως και για τον Μαρξ, που δήλωνε ‘μη μαρξιστής’.
[3] Lakatos, I, 1999/1973.
[4] Kuhn 1985/1962, σ.154.
[5] Τόσο ο Κουν όσο και ο Λάκατος αναφέρουν παραδείγματα ανωμαλιών που παρακάμπτονταν επίμονα επί δεκαετίες, χωρίς οι επιστήμονες να εκτιμούν ότι έπρεπε να αλλάξει η θεωρία που παρουσίαζε αυτές τις ανωμαλίες (π.χ. η πρόβλεψη της κίνησης του περίγειου της σελήνης, επί τη βάσει της νευτώνειας θεωρίας ή η τροχιά του Ερμή).
[6] Και τι – για να αναφέρουμε ένα άλλο παράδειγμα – είναι αυτό που θα κερδίσουμε από τα τόσα δαπανηρά προγράμματα επιστημονικής έρευνας στο διάστημα, όταν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού δυστυχεί, ενώ ένα άλλο τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού διάγει βίο υπερβολικό και καταστροφικά καταναλωτικό;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.